- λιάζω
- (I)λιάζω (Α)βλ. λιάζομαι.————————(II)λιάζω (Α) [λίαν]1. βρίσκομαι σε υπέρμετρο ενθουσιασμό2. (κατά τον Φώτ.) «λιάζεινλίαν ἐσπουδακέναι».————————(III)και ηλιάζω (AM ἡλιάζω)εκθέτω κάτι στην επίδραση τών ηλιακών ακτίνων, απλώνω κάτι στον ήλιονεοελλ.παθ. λιάζομαικάθομαι στον ήλιο και ζεσταίνομαιαρχ.παθ. α) (για οίνο) αναβράζω, ζυμώνομαιβ) κρεμιέμαι κάπου και εκτίθεμαι στον ήλιο ώσπου να πεθάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἡλιάζω < ἥλιος, με αποβολή τού αρκτικού άτονου η(πρβλ. ολίγος: λίγος)].
Dictionary of Greek. 2013.